εξευγένιση

εξευγένιση
η
εξευγενισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξευγενίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Ε. Α. Σίμο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξευγένιση — η ο εξευγενισμός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξευγενιστικός — ή, ό [εξευγένιση] ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για εξευγενισμό («εξευγενιστική μέθοδος») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”